Χάρμ' — Χάρμι , Χάρμις fem voc sg Χάρμε , Χάρμος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Scharmützel (2), das — 2. Das Scharmützel, des s, plur. ut nom. sing. ein Gefecht unter mehrern als zweyen, wo es besonders im Kriege von Gefechten unter kleinen Haufen üblich ist, welche man noch keine Schlacht oder kein Treffen nennen kann. Unter den leichten Truppen … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
εταιρόσυνος — ἑταιρόσυνος, η, ον (Α) φίλος, φιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρος + οσυνος (πρβλ. χαρμ όσυνος)] … Dictionary of Greek
κηδόσυνος — κηδόσυνος, ον (Α) αυτός που φροντίζει για κάποιον, ανήσυχος, ανυπόμονος, πρόθυμος για κάποιον («πόδι κηδοσύνῳ παράσειρος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆδος + επίθημα όσυνος (πρβλ. δουλ όσυνος, χαρμ όσυνος] … Dictionary of Greek
κουρόσυνος — (I) κουρόσυνος, ον (Α) νέος, νεαρός, νεανικός («τρίχα τήνδε κουρόσυνον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + όσυνος (πρβλ. κηδ όσυνος, χαρμ όσυνος)]. (II) κουρόσυνος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα τών μαλλιών 2. (το ουδ. στον … Dictionary of Greek